σκιμβάζω

σκιμβάζω
σκιμβάζω,
A halt, limp, Ar.Fr.853; cf. κιμβάζω, ὀκιμβάζω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκιμβάζω — και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός*. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω] …   Dictionary of Greek

  • σκιμβάζει — σκιμβάζω halt pres ind mp 2nd sg σκιμβάζω halt pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιμβάζειν — σκιμβάζω halt pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκιμβάζω — ὀκιμβάζω (Α) (κατά τον Ησύχ.) βλ. σκιμβάζω …   Dictionary of Greek

  • σκιμβασμός — Α [σκιμβάζω] (κατά τον Ησύχ.) «φιλήματος εἶδος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”